Ο πολιτικός και δις πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπαναστασίου. |
του Πάρη Λεονταρίτη
Στην πραγματικότητα το κείμενο αυτό του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου δεν γράφτηκε με σκοπό να εκδοθεί ως βιβλίο. Ήταν ένα κείμενο στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Επιθεώρησις των Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών» που βγήκε το τελευταίο τρίμηνο του 1916, κατά την διάρκεια του Α’ Παγκ. Πολέμου. Το περιοδικό αυτό εκδιδόταν από την «Εταιρία Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών», της οποίας συνιδρυτής ήταν ο Αλ. Παπαναστασίου.
Το εξώφυλλο της μελέτης για τον Εθνικισμό του Αλ.Παπαναστασίου. |
Εδώ η «Δημιουργία» (Απ. Α. Χαρίσης) το εκδίδει για πρώτη φορά (απ’ όσο γνωρίζω) σε αυτοτελή μορφή, στο πολυτονικό σύστημα, στα πλαίσια της σειράς «Θεμελιακά Κείμενα». Δεν έχω σπουδάσει πολιτικές επιστήμες ή κοινωνιολογία και ίσως δεν είμαι το κατάλληλο άτομο για να κάνω κριτική εδώ, αλλά, υποσχόμενος αυτοσυγκράτηση και αποχή από αυθαίρετα συμπεράσματα, θα προσπαθήσω να δώσω το περίγραμμα των σκέψεων του Αλ. Παπαναστασίου περί Εθνικισμού, διανθισμένο με προσωπικές μου παρατηρήσεις.
Πριν ξεκινήσω όμως, θα δώσω ένα σύντομο βιογραφικό του συγγραφέα, αν και είναι σχετικώς γνωστός στο ευρύ κοινό. Ο Αλ. Παπαναστασίου λοιπόν γεννήθηκε το 1876 στην Τρίπολη. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και αφού έλαβε το διδακτορικό του έφυγε για την συνέχιση των σπουδών του στην Γερμανία (Βερολίνο και Χαϊλδεβέργη). Μάλιστα οι γερμανικές επιρροές είναι έκδηλες στο έργο και την σκέψη του. Έγινε πρώτη φορά βουλευτής το 1910 και στην συνέχεια εκτός από υπουργός με διάφορα χαρτοφυλάκια διετέλεσε δις πρωθυπουργός, το 1924 και το 1932. Εμφορούνταν από σοσιαλιστικές ιδέες και ιδιαίτερα ενδιαφερόταν για το αγροτικό κίνημα και τον συνδικαλισμό. Ήταν φανατικός αντιβασιλικός και επί πρωθυπουργίας του έγινε το πρώτο δημοψήφισμα που κήρυξε έκπτωτο τον τότε Βασιλιά, Γεώργιο Β’. Ήταν συνιδρυτής της «Κοινωνιολογικής Εταιρίας» και της «Ομάδας των Κοινωνιολόγων», ενώ πιο γνωστός είναι για την ίδρυση του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και της Αγροτικής Τράπεζας. Ένα άλλο γεγονός το οποίο δεν είναι τόσο γνωστό είναι ότι επί πρωθυπουργίας του παύθηκε ο μεγάλος μαθηματικός Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή από την θέση του κυβερνητικού επιτρόπου των πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Λίγο - πολύ το πολιτικό στίγμα του συγγραφέα είναι γνωστό. Θεωρούνταν θα λέγαμε «αριστερός», στην ριζοσπαστική πλευρά του φιλελευθερισμού, αλλά απέχων από τον κομμουνισμό ή τον αναρχισμό. Με σύγχρονους όρους θα τοποθετούνταν σαφώς στην Αριστερά, ίσως και αριστερότερα. Ας περάσουμε όμως τώρα στην περίληψη και ανάλυση του δοκιμίου του περί του Εθνικισμού.
Σε μία σύντομη εισαγωγή ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι κύριο αίτιο του ξεσπάσματος του Α’ Π.Π. (μην ξεχνάμε ότι κατά την διάρκειά του γράφει) ήταν οι βαλκανικοί πόλεμοι και γενικά οι ευρωπαϊκοί Εθνικισμοί και η εξασφάλιση της «αρχής των εθνοτήτων». Αρχή των εθνοτήτων είναι πιθανότατα το δικαίωμα του κάθε Έθνους να ζήσει ελεύθερο σε μία δική του χώρα. Στο επόμενο κεφάλαιο ο Παπαναστασίου προσπαθεί να δώσει τον ορισμό του Εθνικισμού και να τον διαιρέσει στα διάφορα είδη του.
Έτσι, επιχειρώντας μία πρώιμη προσέγγιση, ορίζει τον Εθνικισμό ως την «προσπάθειαν ενός Έθνους προς επιβολήν του εντός των ορίων του δι’ αποκρούσεως αλλοεθνούς επιβολής ή δια συγχωνεύσεως εις εν όλον των χωρισμένων μερών του αυτού Έθνους». Αυτός ο ορισμός είναι πρόδηλο ότι προτιμάται ώστε να διαχωρίσει τον Εθνικισμό από τον ιμπεριαλισμό, κάτι που θα αναλύσει αργότερα. Βέβαια, αυτός ο διαχωρισμός στις μέρες μας δεν είναι τόσο ευδιάκριτος σε αυτούς που θέλουν να τσουβαλιάσουν κάθε εθνικό συναίσθημα με το φασισμό ή τον ρατσισμό, ακολουθώντας μία νηπιακής νοημοσύνης λογική επαγωγή.
Στην συνέχεια, στο πρώτο κεφάλαιο, ο Παπαναστασίου αναφέρει τα - κατά την γνώμη του - είδη του Εθνικισμού που είναι τα εξής:
- πολιτικός
- πνευματικός
- οικονομικός
- κοινωνικός
- θρησκευτικός
Γενικώς σε αυτές τις δραστηριότητες της ζωής πιστεύει ο Παπαναστασίου ότι η Εθνικιστική ιδέα έχει αντίκτυπο και προχωρά στην ανάλυση των ειδών.
Ο πολιτικός Εθνικισμός διαιρείται με την σειρά του στα εξής είδη:
- αμυντικός
- επαναστατικός
- απελευθερωτικός
- ενωτικός
- αποχωριστικός
Γενικώς αναφέρεται στις πράξεις ενός Έθνους στο πολιτικοστρατιωτικό επίπεδο. Αμυντικοί πόλεμοι, εθνικές επαναστάσεις, πόλεμοι προς απελευθέρωση ομοεθνών, όλα αυτά εντάσσονται στην πολιτική έκφανση του Εθνικισμού. Ο συγγραφέας εδώ αναφέρει μερικά παραδείγματα.
Αν και δεν το δηλώνει ξεκάθαρα, ο Παπαναστασίου διαχωρίζει εδώ τρεις κατηγορίες του πνεύματος, καταλήγοντας σε νέες υποδιαιρέσεις του Εθνικισμού:
- γλωσσικός
- επιστημονικός (μάλλον εδώ μιλάμε για θετικές επιστήμες)
- καλλιτεχνικός
Κάποιες σημαντικές παρατηρήσεις άξιες λόγου γίνονται στην παράγραφο αυτή, καθώς ο Παπαναστασίου υποστηρίζει ότι η επικράτηση του Εθνικισμού στην γλώσσα έχει δημοκρατικό χαρακτήρα, ενώ οι αντίστοιχες κινήσεις στον επιστημονικό τομέα ή στην τέχνη έχουν φύση αριστοκρατική. Αυτό τεκμηριώνεται βάσιμα, καθώς οι όποιες αλλαγές στην γλώσσα ενός Έθνους έχουν αντίκτυπο σε όλον τον λαό, ενώ οι αντίστοιχες στην τέχνη ή τις επιστήμες επηρεάζουν μία περιορισμένη ομάδα μελών του Έθνους. Συνεπώς συμπεραίνεται ότι η μίμηση ξένης επιστήμης η τέχνης δεν επιφέρει αναγκαστικά εθνική αλλοίωση, κάτι που δεν ισχύει για την γλώσσα. Η κοινή γλώσσα λοιπόν είναι ίσως ο σημαντικότερος συνεκτικός δεσμός για τα άτομα που απαρτίζουν το Έθνος.
Επίσης, σε μία παρέκβαση από την κατηγοριοποίηση των ειδών, εισάγονται προβληματισμοί για την αποδοχή ξένων συνηθειών καθώς και ξένου δικαιικού συστήματος. Το πρώτο ο συγγραφέας το θεωρεί μικρής σημασίας, ενώ για το δεύτερο το θεωρεί επικίνδυνο όταν εφαρμόζεται σε λαούς των οποίων η παράδοση είναι ασύμβατη με το επιβληθέν δίκαιο.
Με τον όρο αυτό προσδιορίζεται η «προτίμησις από το Έθνος των αγαθών που παράγει το ίδιον». Πολύ εύστοχα ο Παπαναστασίου παρατηρεί πως «ο άνθρωπος και περισσότερον ο απολίτιστος από τον πολιτισμένον, προτιμά γενικώς τα ξένα πράγματα, ως σπανιότερα και πλέον ασυνήθιστα». Στην συνέχεια προσθέτει πως με την πρόοδο της οικονομίας οι εθνικές οικονομίες συνδέονται μεταξύ τους όλο και περισσότερο, καθιστώντας τον οικονομικό Εθνικισμό δυσκολότερο ως εγχείρημα.
Σε αυτόν υπάγονται δράσεις κοινωνικών ομάδων οι οποίες αποσκοπούν στον αυτοαποκλεισμό τους από την υπόλοιπη κοινωνία του κράτους μέσα στο οποίο ζουν. Είναι κάτι που κατά τον συγγραφέα συνέβαινε περισσότερο στο παρελθόν ενώ είναι σπανιότερο στην σύγχρονη σε αυτόν εποχή (της πρώιμης παγκοσμιοποίησης;). Εντείνεται δε όταν στην εθνική αντίθεση προστίθεται και θρησκευτική ή φυλετική. Στο σημείο αυτό, σε μία υποσημείωση αναλύεται η χρήση του όρου «φυλή». Ο Παπαναστασίου λέει ότι αυτή αναφέρεται στα ανθρωπολογικά μεν αλλά ευδιάκριτα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου. Σύμφωνα με αυτή την θεώρηση υπάρχουν κατά Blumenbach πέντε κύριες φυλές (λευκή, μαύρη, κίτρινη, μαλαϊκή, ερυθρά) ενώ κατά Cuvier και Ratzel τρεις (λευκή, μαύρη, κίτρινη). Τελικώς σημειώνει πως «η εύρυνσις της έννοιας της φυλής, η οποία συμβαδίζει με πολλάς φυλετικάς υποδιαιρέσεις, δεν είναι πρακτική, διότι κάμνει εντελώς αδύνατον την χάραξιν φυλετικών ορίων, ένεκα των φυλετικών αναμίξεων». Βλέπουμε λοιπόν πως ναι μεν αποδέχεται το χωρισμό του ανθρωπίνου γένους σε ξεχωριστές φυλές αλλά δεν δέχεται να προχωρήσει πέρα από μία αρχική διαίρεση.
Για την ανάπτυξη αυτού του είδους απαιτείται σύμπτωση Έθνους και θρησκείας. Εδώ σημειώνεται ότι οι νεότερες θρησκείες - εκτός της εβραϊκής - δεν ενισχύουν θεωρητικά τον Εθνικισμό καθώς απευθύνονται σε άτομα ανεξαρτήτως Έθνους - είναι διεθνιστικές. Εκεί όπου μπορεί να λειτουργήσει διαχωριστικά είναι σε περιπτώσεις εκκλησιαστικού σχίσματος. Έτσι, δεν είναι παράξενο πως κάθε Έθνος, π.χ. στην περίπτωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προσπαθεί να διαχωριστεί από τα υπόλοιπα δημιουργώντας εθνική εκκλησία.
Τελειώνοντας το κεφάλαιο ο Παπαναστασίου επιλέγει τον πολιτικό Εθνικισμό ως το πιο σημαντικό είδος. Στα πλαίσιά του έχουμε αγώνα μεταξύ δύο ή περισσοτέρων εθνών, ενώ στα υπόλοιπα είδη ο αγώνας διεξάγεται μεταξύ των μελών του ίδιου Έθνους. Αυτό είναι ένα συμπέρασμα το οποίο δεν εξάγεται σαφώς από τα προηγούμενα, αλλά σε γενικές γραμμές το ότι ο πολιτικός Εθνικισμός είναι ο σημαντικότερος πιστεύω πως είναι πασιφανές. 'Αλλωστε ο Εθνικισμός είναι μία ιδεολογία πολιτική, δηλαδή το αποτέλεσμά της μπορεί να φανεί μόνο στο πολιτικό πεδίο και από εκεί να περάσει στην καθημερινή ζωή του πολίτη, ο αντίθετος δρόμος δεν μπορεί παρά να είναι αποτυχημένος ή τουλάχιστον δεν εγγυάται ολοκλήρωση.
Το δεύτερο κεφάλαιο αναλύει την σύγχρονη εικόνα του Εθνικισμού και ξεκινά με το αυτονόητο: την διαπίστωση ότι πλέον (1916) «όλοι επιδιώκουν να συνταυτίσουν Έθνος και Κράτος». Το γεγονός αυτό αποτελεί κατά τον Παπαναστασίου «ιστορικόν προϊόν»! Πολύ σημαντικό συμπέρασμα. Εννοεί ότι οι λαοί έφτασαν μετά από την πορεία τους ανά τους αιώνες στο συμπέρασμα ότι επιθυμούν να ζούνε σε κράτη-Έθνη με σαφώς διαχωρισμένα σύνορα, καθώς πιστεύουν ότι έτσι θα διαφυλάξουν την διαφορετικότητά τους. Είναι όντως προϊόν ιστορικών διεργασιών και δεν μπορεί παρά να γίνει σεβαστό και αποδεκτό από όλους.
Βέβαια, ο Εθνικισμός δεν είναι νέα ιδεολογία καθώς «ο αμυντικός Εθνικισμός είναι τόσον παλαιός, όσον και η ιστορία». Τα Έθνη ανέκαθεν ένιωθαν την ανάγκη της διαφορετικότητας και τον ξεχωριστό δεσμό μεταξύ των μελών τους. Τρανό παράδειγμα η άμυνα των Ελλήνων εναντίον των Περσών. Παρόμοια ιστορικά στοιχεία υπάρχουν και για την ύπαρξη επαναστατικών και απελευθερωτικών Εθνικισμών. Όμως, «ουδέποτε ο πολιτικός Εθνικισμός έλαβε τόσον γενικώς την μορφήν του συνταυτισμού Έθνους και Κράτους» όσο την εποχή που γράφεται το κείμενο. Ο συγγραφέας σπεύδει εδώ να απορρίψει την γνωστή θέση, που είναι της μόδας και στις μέρες μας, ότι η ιδέα του Εθνικισμού γεννήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα στην Δυτική Ευρώπη, αποδίδοντάς την στην λανθασμένη εντύπωση που προκάλεσε η τρομακτική έξαρση του φαινομένου την εποχή εκείνη, κάτι που δεν ακυρώνει βέβαια την ύπαρξή του σε παλαιότερα χρόνια και πολιτισμούς.
Ο Παπαναστασίου επιχειρεί κάτω από αυτόν τον τίτλο να ανακαλύψει τα ιδιαίτερα στοιχεία που αποτελούν την ιδέα του Έθνους. Ξεκινά από τα κοινώς παραδεκτά (καταγωγή, θρησκεία, γλώσσα) και τα απορρίπτει ένα προς ένα.
Την κοινή καταγωγή την απορρίπτει με τον αφορισμό: «αποκλειστικότης καταγωγής, καθαρότης αίματος, αυτοχθονισμός υπάρχει μόνον εις την φαντασίαν των ανθρώπων». Αυτό ξεκινά από την πεποίθησή του ότι όλα τα σημερινά Έθνη έχουν προέλθει από ισχυρές εθνικές επιμιξίες. Ναι μεν, γράφει, τα αρχικά Έθνη είχαν μία κοινότητα αίματος μεταξύ των μελών τους, αλλά αυτή έχει χαθεί ανά τους αιώνες. Επίσης και αυτή η κοινότητα πρέπει να αναχθεί σε μία συγκεκριμένη ιστορική απαρχή, και ποιος είναι αυτός που θα ορίσει ποιο χρονικό όριο του παρελθόντος θα επιβληθεί ως κριτήριο; Μήπως δηλαδή και τα αρχικά Έθνη προήλθαν από άλλα, αρχαιότερα Έθνη; Ο ίδιος όμως δεν υπολογίζει τις θεωρίες που ανάγουν όλο το ανθρώπινο Έθνος σε κοινή καταγωγή (ίσως λόγω φυλετικών απόψεων).
Αν αναλύσουμε αυτή την θέση του συγγραφέα νομίζω ότι ανακαλύπτουμε αντιφάσεις. Από την στιγμή που παραδέχεται ότι κάποτε υπήρξαν «καθαρά» Έθνη, καθαρές «φυλές», τότε το κατά πόσο έχουν δεχθεί επιμιξίες ή όχι είναι απλά θέμα ιστορικής ή βιολογικής έρευνας. Η οποία δεν μπορεί παρά να καταλήξει στο ότι κάποια Έθνη είναι πιο «καθαρά» από τα άλλα. Κάπου εκεί πρέπει να βρίσκεται όντως η αλήθεια. Όπως αλήθεια είναι ότι κάθε Έθνος που έχει γεννηθεί μετά από μίξη δύο παλαιότερων εθνών έχει δικαίωμα και να θεωρεί εαυτόν ξεχωριστό Έθνος (απορρίπτεται έτσι η θεωρία περί χρονικού κριτηρίου), όπως για παράδειγμα το αγγλικό. Ίσως θα έπρεπε να υπάρχει μία «ιεράρχηση» των εθνών κατά αυτήν την έννοια, αλλά ως εκεί. Τα Έθνη υπήρξαν κατά την ιστορία, έστω στις απαρχές της.
Σύμφωνα με την σύγχρονη «αντιρατσιστική» πρακτική, ο Παπαναστασίου με αυτή την θέση θα θεωρούνταν σαφώς «ρατσιστής», καθώς το θέμα είναι η παραδοχή ύπαρξης ή όχι των εθνών ως αυθύπαρκτες ενότητες σε κάποια ιστορική περίοδο. Από την στιγμή που θα το παραδεχτείς αυτό, έχεις αυτόματα καταταχτεί στην βδελυρή συντροφιά των «ρατσιστών». Αν θέλουμε να σμιλεύσουμε τρεις κύριες κατηγορίες απόψεων περί φυλής, νομίζω πως αυτές είναι:
- τα άτομα που απορρίπτουν παντελώς την έννοια του Έθνους και του κοινού αίματος, ευαγγελιζόμενοι κοινή βιολογική καταγωγή όλων των ανθρώπων (δηλαδή από μία μητέρα).
- τα άτομα που ναι μεν παραδέχονται την ύπαρξη του Έθνους και τον αρχικό διαχωρισμό των φυλών, αλλά πιστεύουν ότι τα σημερινά Έθνη είναι συνονθυλεύματα αρχαιότερων εθνών, χωρίς κοινή καταγωγή αίματος.
- τα άτομα που υποστηρίζουν ότι τα Έθνη (ή τουλάχιστον κάποιες από τις ομάδες που θεωρούνται ξεχωριστά Έθνη) έχουν κοινή καταγωγή και κοινό αίμα, τουλάχιστον ως προς ένα μεγάλο ποσοστό.
Όμως πάλι, τα όρια μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης κατηγορίας είναι θολά, καθώς το ποσοστό κοινότητας αίματος δεν μπορεί παρά να είναι αντικείμενο ατέρμονων αντιδικιών.
Το επόμενο στοιχείο που απορρίπτεται είναι η κοινή θρησκεία. Χωρίς πολλές επεξηγήσεις, διαφορετικές θρησκείες συνυπάρχουν στα Έθνη και έχουμε πολλά παραδείγματα. Έτσι όμως δεν περιγράφουμε άτομα κοινής καταγωγής τα οποία έχουν προσηλυτισθεί σε διαφορετικές θρησκείες; Κατά την γνώμη μου ναι, όμως ο Παπαναστασίου δεν έχει πει την τελευταία του κουβέντα ακόμη.
Τέλος, από τα κοινά αποδεκτά στοιχεία το τελευταίο στο οποίο επιτίθεται ο συγγραφεύς είναι η γλώσσα. Αν και την έχει σε ιδιαίτερη εκτίμηση, όπως είδαμε και σε προηγούμενο κεφάλαιο, την απορρίπτει με την σειρά της. Παραθέτει λοιπόν την άποψη ενός H.V. Humbolt ότι «αληθινή πατρίδα είναι κυρίως η γλώσσα», αλλά δεν την συμμερίζεται, καθώς παρατηρεί ότι η διείσδυση μίας ξένης γλώσσας σε ένα Έθνος δεν μεταβάλλει αναγκαστικά τον εθνισμό του. Παραδείγματα πάμπολλα, από τους γερμανόφωνους Ελβετούς και τους Γερμανούς που μιλούν την ίδια γλώσσα αλλά αποτελούν διαφορετικά Έθνη, ως τους Φλαμανδούς και τους Βαλλώνους του Βελγίου στους οποίους απαντούμε το αντίθετο. Επίσης, στα δικά μας, το ίδιο αναφέρεται για τους σλαβόφωνους και τουρκόφωνους Έλληνες.
Τρία «εξωτερικά» γνωρίσματα τα οποία περιγράφονται και απορρίπτονται με συνοπτικές διαδικασίες είναι τα:
- συνήθειες και ήθη
- πολιτισμός
- κοινή ιστορική τύχη
Τις συνήθειες και τα ήθη τα απορρίπτει αμφιπλεύρως, λέγοντας ότι δεν υπάρχει μεν ομοιομορφία ως προς αυτά μέσα στο Έθνος, αλλά και ότι απαντώνται συχνά ομοιότητες στα ήθη μεταξύ διαφορετικών εθνών. Ο πολιτισμός επίσης δεν υπάρχει ως κοινό στοιχείο όλων των μελών του Έθνους και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως θεμελιώδες χαρακτηριστικό. Για την ιστορική τύχη ο συγγραφέας αναφέρει κάτι παρόμοιο με την κοινή καταγωγή (αδυναμία ορισμού ιστορικής αφετηρίας), αλλά δεν καταφέρει να πείσει για το ορθό του επιχειρήματός του.
Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας αφού έχει απορρίψει έξι χαρακτηριστικά που θεωρείται ότι είναι υπεύθυνα για την εθνογένεση, προχωρά στην δική του θέση, η οποία είναι πως «το ασφαλέστερον γνώρισμα είναι εσωτερικόν, είναι η συνείδησις, η αναγνώρισις των συγκροτούντων ένα Έθνος, ότι αποτελούν ένα ξεχωριστόν σύνολον, διάφορον από τα άλλα ομοίου είδους, η οποία υπάρχει πάντοτε» και προχωρά στον ορισμό της ιδέας. Έθνος λοιπόν κατά τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου είναι «το λαϊκόν σύνολον, του οποίου όλα τα τμήματα εις σημαντικάς εποχάς της ιστορίας των είχαν κοινάς περιπετείας και ως εκ τούτου έχουν, εκτός μερικών κοινών στοιχείων καταγωγής, κοινά ιδιαίτερα στοιχεία πολιτισμού και προ παντός συνείδησιν ότι αποτελούν ιδιαιτέραν λαϊκήν ενότητα». Επίσης, από την συνείδηση αυτή απορρέει και κάτι άλλο σημαντικό, που είναι η «θέλησις προς ενιαίαν ενέργειαν».
Αρκετά θέματα ανοίγονται εδώ προς συζήτηση. Καταρχάς, θίγεται το σημαντικότατο θέμα μίας αρχέγονης ανάγκης που έχει ο άνθρωπος, της ανάγκης του «ανήκειν». Ανέκαθεν το άτομο ήθελε να ξεχωρίζει, να οργανώνεται σε ομάδες και να διαφέρει από τις υπόλοιπες. Είναι ένα αίσθημα που έχει αντίκτυπο σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής, από την πολιτική, ως την κοινωνία, ως την μόδα. Ένα αίσθημα στο οποίο συντείνει ο,τιδήποτε επιτείνει την διαφορετικότητα. Το Έθνος είναι η πιο θεμελιώδης διαφορετικότητα που έχει ανάγκη να νιώσει το άτομο. Αν υπάρχει και ιστορική συνέχεια, κοινή καταγωγή μεταξύ των μελών της ομάδος, ακόμη πιο στέρεα αποδεικνύονται τα θεμέλια και οι δεσμοί.
Όσο για την κύρια τοποθέτηση περί συνείδησης, δεν μπορεί κανείς παρά να συμφωνήσει με τον Παπαναστασίου. Αλλά, η συνείδηση δεν είναι αυτοφυής, ούτε αυθύπαρκτη. Η συνείδηση είναι απότοκο με την σειρά της άλλων γνωρισμάτων, τα οποία δεν μπορεί παρά να είναι στοιχεία βιολογικά αλλά και του περιβάλλοντος. Τα άτομα δεν γεννιούνται έχοντας εθνική συνείδηση. Ακόμη χειρότερα, πολλές φορές η συνείδηση αυτού του είδους αποβάλλεται (παραδείγματα τέτοια πολλά στις μέρες μας), ενώ κανείς δεν μπορεί να αποβάλλει την κοινή του καταγωγή.
Την κοινή καταγωγή την παραδέχεται εδώ ο Παπαναστασίου, απλά την υποβαθμίζει λέγοντας ότι υπάρχει ως κάποιο βαθμό. Όπως έχει αναφερθεί παραπάνω αυτό το ποσοστό είναι διαφορετικό σε κάθε Έθνος και σίγουρα αντικείμενο μελέτης. Αλλά και το επιχείρημα ότι κοινές ιστορικές περιπέτειες δημιουργούν κοινό πολιτισμό (τον οποίο είχε απορρίψει μερικώς πιο πριν) και συνείδηση καταρρίπτεται εύκολα από πάμπολλα ιστορικά παραδείγματα (π.χ. Ούγγροι και Αυστριακοί). Συνεπώς, ναι μεν η συνείδηση είναι το εσωτερικό στοιχείο που είναι το πιο πρόδηλο σε ένα Έθνος, αλλά είναι σαφές πως πρόκειται για προϊόν ιστορικής διεργασίας, στα πλαίσια μίας ομάδας κοινής καταγωγής. 'Αλλωστε η συνείδηση μπορεί να χωριστεί σε εθνική (φυλετική) συνείδηση και σε πολιτική συνείδηση. Η πρώτη μπορεί να αποδοθεί σε ένα Έθνος, ενώ η δεύτερη σε ένα κράτος που δεν αποτελείται αναγκαστικά από μία εθνική ομάδα. Ίσως το πιο σημαντικό με την εθνική συνείδηση είναι το ότι από την στιγμή που θα δημιουργηθεί και καλλιεργηθεί ανά τους αιώνες, μπορεί να αποτελέσει εργαλείο αφομοίωσης άλλων, μικρότερων ομάδων στο ευρύτερο σύνολο.
Συνεχίζει να αυτοαναιρείται ο Παπαναστασίου παρακάτω, όταν επιχειρεί να ορίσει τον Εθνικισμό ως «μία μορφή εκδηλώσεως του εθνικού αισθήματος», η οποία έχει την ρίζα της στο «κοινωνιολογικό ένστικτο». Έτσι προσπαθεί να περιγράψει το πώς έχουμε καταλήξει στον σημερινό χωρισμό των εθνών, ο οποίος ξεκίνησε από την κοινωνική ζωή όταν δημιουργήθηκαν μικρές ομάδες σε αρχέγονες κοινωνίες, με σκοπό να διευκολύνουν τον πορισμό της τροφής, την απόκρουση εξωτερικών κινδύνων και γενικώς την ικανοποίηση των διαφόρων αναγκών. Αλλά ποιες μπορεί να ήταν αυτές οι ομάδες παρά ξεχωριστά Έθνη; Αν υποθέσουμε ότι κάθε ομάδα είχε διαφορετικό αρχικό γενετικό υλικό έχουμε μπροστά μας το βιολογικό Έθνος. Αν το απορρίψουμε, τότε πώς κατέληξαν τα Έθνη να είναι τόσο ξεχωριστά μεταξύ τους, έστω ως προς τα εξωτερικά γνωρίσματα; Σίγουρα μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι οι μικρές αυτές ομάδες ήταν προηγουμένως ψηφίδες ενός ευρύτερου οργανισμού, και με την λογική αυτή να ανάγουν την καταγωγή όλων των ανθρώπων σε μία αρχική μητέρα. Αλλά αυτό αντιβαίνει στην κοινή λογική, καθώς δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος να εμφανίστηκε σε μία ιστορική στιγμή, σε ένα σημείο της Γης, καθώς η περίπτωση να εξελίχθηκε παράλληλα σε διάφορα σημεία της φαντάζει πιο κοντά στην πραγματικότητα. Αλλά και στην περίπτωση που η θεωρία της κοινής μητέρας είναι αληθινή, οι διαχωρισμοί που επήλθαν αργότερα (αλλά τόσο νωρίς στην ανθρώπινη εξέλιξη) είναι ικανοί να δικαιολογήσουν την ιδεολογία του ξεχωριστού Έθνους.
Το κεφάλαιο ξεκινά παίρνοντας ως παράδειγμα εθνογένεσης τους Γάλλους. Το γαλλικό Έθνος κατά τον συγγραφέα προήλθε από μίξη Κελτών, Ελλήνων, Φοινίκων, Ιβήρων, Ρωμαίων, Γερμανών, Βρετανών και Νορμανδών. Μέσα από μία σειρά ιστορικών και κοινωνικών διαπιστώσεων συμπεραίνεται ότι η μίξη των εθνών δεν πρέπει να βλέπεται από την ανθρωπολογική της άποψη, αλλά από την πολιτισμική. Και αυτό, γιατί παραδόξως υποστηρίζεται ότι τα αρχικά Έθνη είναι ακόμη ορατά στο «μεταΈθνος» και αυτό είναι ορατό από τις διαφορές, στα χαρακτηριστικά αλλά και τον τρόπο ζωής, ξεχωριστών ομάδων στο σώμα του (π.χ. διαφορές μεταξύ Σκοτών, Ουαλών και 'Αγγλων). Συνεπώς μπορούμε να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι όχι μόνον υπάρχουν σαφώς διαχωρισμένα τα Έθνη, αλλά από την κατάρρευση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και έπειτα, η μίξη μεταξύ τους φάνηκε ότι είναι μόνον επιφανειακή. Απλά υπάρχουν συγχωνεύσεις οι οποίες έχουν κυρίως πολιτισμικούς παράγοντες και όχι βιολογικούς (π.χ. επικράτηση ενός ισχυρού πολιτισμού πάνω σε άλλους πιο αδύναμους). Όπως λέει και ο Παπαναστασίου, «η ιστορία του ευρωπαϊκού μεσαιώνος περικλείει την μετάβασιν αυτήν από το εθνικόν χάος εις την νέαν εθνικήν κοσμογονίαν».
Εκτός λοιπόν από την εθνική ζύμωση, καθορίζονται οι εξής όροι που επηρεάζουν την ανάπτυξη του Εθνικισμού:
- πολιτική ενότητα
- θρησκεία
- οικονομικές σχέσεις
- πολιτισμός (δεν αναφέρεται εξ’ αρχής ότι θα αναλυθεί)
Η πολιτική ενότητα υποβοηθεί την δημιουργία γλωσσικής ενότητας και την εξάπλωση του εθνικού πολιτισμού. Βέβαια αυτό ισχύει μέσα σε Έθνη κράτη και όχι σε αυτοκρατορίες (η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν κατάφερε να συμπήξει ένα ενιαίο Έθνος παρά το σύστημα των μιλιέτ). Σε μία παρατήρηση του συγγραφέα φαίνονται τα αντιβασιλικά του αισθήματα καθώς αφιερώνει πολλές σελίδες για να υποστηρίξει πως η απολυταρχία από την μία βοηθά τον Εθνικισμό με την πάταξη του τοπικισμού, αλλά «μεταβάλλει κάθε εθνικόν ζήτημα εις βασιλικόν και καταπνίγει την πρωτοβουλίαν και το ενδιαφέρον του λαού διά τας εθνικάς υποθέσεις», κάτι βέβαια που δεν στέκει εύκολα ως πολιτική θέση. Αν είχαν όντως έτσι τα πράγματα, η Βρετανική Αυτοκρατορία δεν θα λάμβανε σάρκα και οστά ποτέ. Μάλλον εδώ ο πολιτικός από την Τρίπολη επηρεάζεται από τον θεσμό της Βασιλείας στην Ελλάδα και την επιβολή ενός Βασιλιά σε μία χώρα από αλλοδαπές δυνάμεις, κάτι το οποίο αποκόπτει ως ένα βαθμό τον Βασιλέα από το σώμα των υπηκόων του.
Ο Παπαναστασίου επιμηκύνει το επιχείρημά του παραθέτοντας το πόσο επιτείνεται το εθνικό συναίσθημα στην περίπτωση της δημοκρατίας, όπου «η εθνική υπόθεσις γίνεται υπόθεσις καθενός πολίτου». Γενικώς όσο δημοκρατικότερο το πολίτευμα, τόσο πιο ευνοϊκή η κατάσταση για τον Εθνικισμό. Εδώ αναλύεται κάπως η πάλη των τάξεων και τα σοσιαλιστικά αντανακλαστικά του συγγραφέα γίνονται έκδηλα, αλλά η κατάληξη είναι ότι τα διεθνιστικά ιδανικά των εργατών δεν στρέφονται κατά της ιδέας της πατρίδας ή του Εθνικισμού, κι αυτό διότι «και οι εργάται ουκ από δρυός ουδ’ από πέτρης είναι, έχουν και αυτοί τας ρίζας των εις την κοινωνίαν που ζουν». Το πόσο παράξενα ακούγονται αυτά τα λόγια του σοσιαλιστή πολιτικού των αρχών του προηγούμενου αιώνα στους απάτριδες απογόνους του σήμερα, είναι σίγουρα προφανές.
Για την θρησκεία αναφέρεται ότι η επίδρασή της είναι σημαντική μόνον όταν συμπίπτουν τα όρια Έθνους και θρησκευτικής πίστης. Στην συνέχεια διαβάζουμε μια πιο ενδελεχή ανάλυση της επίδρασης του χριστιανισμού, ο οποίος «ένεκα του διεθνισμού του και της αποκλειστικότητός του, ήσκησε πολύ μεγαλυτέραν επίδρασιν παρά αι παλαιότεραι θρησκείαι εις την ανάπτυξιν του Εθνικισμού». Παρόλ’ αυτά, απέτυχε στην διεθνιστική του αποστολή, καθώς αν και οι αρχηγοί της δυτικής εκκλησίας κατάφεραν να ταπεινώσουν πολλές φορές κοσμικούς ηγεμόνες δεν κατόρθωσαν ποτέ να συγχωνεύσουν δύο Έθνη. Έτσι το εθνικό αίσθημα απέδειξε ότι είναι το ισχυρότερο, θριαμβεύοντας ακόμη και πάνω στην θρησκεία, το κατεξοχήν όργανο πολιτισμικής κυριαρχίας και ομογενοποίησης.
Ως γνήσιος σοσιαλιστής, ο Παπαναστασίου ρίχνει μέγα βάρος στην επίδραση των οικονομικών σχέσεων. Υποστηρίζει ότι αυτές συνέβαλαν στην αρχική δημιουργία των εθνών, ενώ επισημαίνει τον διεθνισμό που διέπει τους χρηματιστικούς και εμπορικούς κύκλους («το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα»). Ταυτόχρονα όμως, επιτίθεται στους θιασώτες του οικονομικού προσδιορισμού, λέγοντας πως αν δεχτούμε πως η οικονομία υπαγορεύει τις ενέργειες των ανθρώπων, τότε ο Εθνικισμός των Κυπρίων δεν θα είχε εξήγηση.
Ένας άλλος όρος που προστίθεται στην συνέχεια είναι ο πολιτισμός, καθώς «όσον μεγαλύτερος και λαμπρότερος είναι ένας πολιτισμός τόσον ισχυρότερον είναι το σχετικόν εθνικόν αίσθημα.» Έχοντας μάλλον το δικό του Έθνος κατά νου, ο Έλληνας πολιτικός διακηρύσσει ότι «η μακρά και λαμπρά παράδοσις δίδει καθαράν μορφήν εις το Έθνος, το χωρίζει βαθειά από τα άλλα Έθνη, κρατεί δέσμια τα μέλη του, το γρανιτώνει. Η ιστορία όλων των εθνών που έχουν λαμπρόν παρελθόν, παλαιόν πολιτισμόν το δεικνύει. Αποτελούν τα Έθνη αυτά μάζας στερεάς, αδιαλύτους. Δια τούτο αφομοιώνουν εύκολα τα άλλα Έθνη, με τα οποία αναμιγνύονται».
Αυτοί οι τέσσερις όροι είναι τα εσωτερικά αίτια που συντελούν στην ένταση του Εθνικισμού. Όσον αφορά τα εξωτερικά, έχουμε την πίεση της ξένης επιβολής σε ένα Έθνος και το περιβάλλον. Το πρώτο έχει μεγάλη σημασία, καθώς όσο διαφορετικός είναι ο ξένος πολιτισμός που προσπαθεί να επιβληθεί, τόσο μεγαλύτερη είναι η αντίδραση και ο Εθνικισμός του καταδυναστευόμενου Έθνους. Εκεί εδράζεται και η επιτυχία της Ρώμης και της Βρετανίας, καθώς ακολουθούσαν ελαστική πολιτική απέναντι στους κατακτημένους λαούς. Το περιβάλλον με την σειρά του επηρεάζει τον χαρακτήρα, τις συνήθειες και τον πολιτισμό ενός Έθνους, αλλά εδώ ο συγγραφέας προβαίνει σε ένα πιο ακραίο συμπέρασμα, όταν υποστηρίζει πως εφόσον σφυρηλατηθεί (μέσω του περιβάλλοντος) η ιδιοσυγκρασία ενός Έθνους, η αλλαγή του φυσικού περιβάλλοντος δεν την μεταβάλλει εύκολα. Όμως αυτό το συμπέρασμα δεν μπορεί να υποβληθεί σε έλεγχο, καθώς τα Έθνη που υπάρχουν σήμερα έχουν ήδη υποστεί σφυρηλάτηση. Μήπως λοιπόν το θεώρημα της περιβαλλοντικής επιρροής δεν ισχύει εξαρχής; Μήπως τα γονίδια είναι αυτά που καθορίζουν την συμπεριφορά του Έθνους;
Η προβληματική σε αυτό το τελευταίο μέρος της ανάλυσης είναι τα όρια μεταξύ Εθνικισμού και ιμπεριαλισμού, το πού σταματά ο πρώτος και ξεκινά ο δεύτερος. Διαπραγματεύεται λοιπόν ο Παπαναστασίου το θέμα των μειονοτήτων και παραδέχεται ότι η επίλυση του θέματος μέσω της αρχής των εθνοτήτων είναι μία δύσκολη υπόθεση. Περιορίζεται έτσι στο να αναφέρει τις αρχές που επικαλούνται τα Έθνη στα ζητήματα αυτά. Η πρώτη και σπουδαιότερη από αυτές είναι η «αρχή των ιστορικών δικαιωμάτων». Τα Έθνη δεν αναγνωρίζουν «απόσβεσιν δικαιωμάτων δια μόνης της βιαίας κατοχής ενός τόπου». Η συνείδηση αυτή των εθνών δεν γνωρίζει χρονικά όρια, τα δικαιώματα δεν παραγράφονται. 'Αλλες αρχές είναι της εθνικής συνέχειας, της οικονομικής ανεξαρτησίας, των φυσικών γεωγραφικών ορίων, της ασφάλειας, της ισορροπίας. Όλα αυτά γράφονται πιθανότατα από τον συγγραφέα έχοντας κατά νου τον πρόσφατο ελληνικό αγώνα στην Μακεδονία, αλλά και την διαφαινόμενη απόπειρα απελευθέρωσης των ομοεθνών της Μικρασίας και της Θράκης.
Μετά από την σύντομη εισαγωγή, αναφέρονται οι αντιθέσεις Εθνικισμού και ιμπεριαλισμού, αφού σημειωθεί ότι έχουν ως κοινή ρίζα το κοινωνικό ένστικτο. Έτσι λοιπόν, «ενώ ο Εθνικισμός θέλει την σύμπτωσιν κρατικών και εθνικών ορίων, ο ιμπεριαλισμός επιδιώκει την επέκτασιν των κρατικών ορίων πέραν από τα εθνικά. Ο Εθνικισμός ενός Έθνους αναγνωρίζει και συμβιβάζεται με όλους τους άλλους Εθνικισμούς, ως εκ τούτου έχει αμυντικόν χαρακτήρα και ημπορεί να αποτελέση την βάσιν ειρηνικών σχέσεων των εθνών». Και πιο κάτω «ο Εθνικισμός αποτελεί το minimum των εθνικών αξιώσεων ενός Έθνους». Στον αντίποδα βέβαια, ο ιμπεριαλισμός είναι μία επεκτατική θεωρία «απεριορίστου εξαπλώσεως».
Είναι πολύ σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι ο «γνήσιος» Εθνικιστής πρέπει να σέβεται τον Εθνικισμό όλων των λαών. Κάθε λαός έχει το δικαίωμα να θεωρεί εαυτόν ξεχωριστό και να μάχεται για την επιβίωση και την πρόοδό του. Κανένα Έθνος δεν το δικαιούται αυτό περισσότερο από κάποιο άλλο. Βέβαια, είναι απίθανο αυτό να μην οδηγήσει τελικώς σε πολέμους. Κι αυτό γιατί μέσα στην ιστορία έχουν δημιουργηθεί ζητήματα εδαφών στα οποία έχουν ιστορικά δικαιώματα και οι δύο πλευρές, ή ακόμη οι ίδιοι οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί δύο γειτονικών κρατών καθιστούν την ειρηνική συνύπαρξη αδύνατη αν δεν επέλθει πρώτα κάποια ισορροπία. Παραδείγματα τέτοια υπάρχουν αμέτρητα. Αλλά γενικώς ο αναγνώστης εκπλήσσεται από το πόσο προφανής ήταν τότε η διαφορά μεταξύ Εθνικισμού και ιμπεριαλισμού, δύο εννοιών που δυστυχώς στα χείλη των αμόρφωτων ή προκατειλημμένων σύγχρονων δημοσιογράφων και πολιτικών έχουν καταντήσει ταυτόσημες.
Παρακάτω δεν μπορούμε να αποφύγουμε την λεκτική επίθεση με τα γνωστά φληναφήματα περί ανάγκης ύπαρξης και χώνευσης ξένων στοιχείων ώστε να προαχθεί ένας εθνικός πολιτισμός και να δημιουργήσει. Απορεί κανείς ποια ήταν τα «μπολιάσματα» που χρησιμοποίησαν οι αρχαίοι Έλληνες ή Αιγύπτιοι ή Κινέζοι ώστε να καταφέρουν να μεγαλουργήσουν. Πάντως και ο Παπαναστασίου, ο σοσιαλιστής αυτός πολιτικός παραδέχεται αμέσως μετά το ηλίου φαεινότερον για οποιονδήποτε δημοκράτη. Ότι «όσον περισσότερο προάγονται τα Έθνη, τόσον περισσότερον αισθάνονται ότι έχουν υποχρέωσιν να αγωνίζωνται διά την ανεξαρτησίαν τους και δια τον πολιτισμόν τους».
Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, στα τέλη του 1916, γράφοντας την τελευταία σελίδα αυτής της κοινωνιολογικής μελέτης του Εθνικισμού, προχωρά σε μία εκπληκτική πρόβλεψη, που σήμερα περισσότερο φαντάζει σαν προειδοποίηση παρά προφητεία. Γράφει λοιπόν ότι το αποτέλεσμα της ραγδαίας οικονομικής και πνευματικής επικοινωνίας των εθνών δεν θα είναι η εξάλειψη των εθνικών διαφορών, αλλά η δημιουργία ανώτερων πολιτειακών συνασπισμών. Δεν μπορεί ο αναγνώστης παρά να φέρει αυτόματα στο νου την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως, καταλήγει ο προνοητικός συγγραφέας, «οι συνασπισμοί αυτοί θα είναι ωφέλιμοι και βιώσιμοι, εάν στηριχθούν εις την αρχήν των εθνοτήτων, δηλαδή εάν αφήσουν μεγάλην ελευθερίαν κινήσεως εις τα Έθνη και αποκλείουν την επιβολήν του ενός επί των άλλων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.