Θα μπορούσε κάποιος που γεννήθηκε τυφλός να αναγνωρίσει τα αντικείμενα γύρω του, αν αποκτούσε ξαφνικά την όρασή του; Το ερώτημα, που απασχόλησε φιλοσόφους και επιστήμονες για πάνω από τρεις αιώνες, φαίνεται να βρίσκει απάντηση χάρη σε ένα πείραμα με τυφλά παιδιά που βρήκαν το φως τους.
Η ασυνήθιστη μελέτη έδειξε ότι τα παιδιά που αντικρίζουν για πρώτη φορά τον κόσμο αρχικά δεν μπορούν να αναγνωρίσουν με τα μάτια τα αντικείμενα που αναγνώριζαν με την αφή, αναφέρουν οι Αμερικανοί ερευνητές στο περιοδικό Nature Neuroscience.
Παρόλα αυτά, όμως, η απάντηση στο παλιό ερώτημα δεν είναι ένα ξεκάθαρο «όχι». Λίγες ημέρες αργότερα, και πριν καν μπορέσει ο εγκέφαλός τους να δημιουργήσει νέες συνδέσεις, τα παιδιά της μελέτης είχαν μάθει να αναγνωρίζουν οπτικά τα αντικείμενα που είχαν ψηλαφίσει.
Νατιβισμός και εμπειρισμός
Η ιστορία ξεκινάει το 1688, όταν ο Ουίλιαμ Μολινέ, Ιρλανδός νατουραλιστής φιλόσοφος και πολιτικός, γράφει στον μεγάλο Βρετανό φιλόσοφο Τζον Λοκ και διατυπώνει ένα ερώτημα:
Ας υποθέσουμε ότι κάποιος έχει γεννηθεί τυφλός, αλλά έχει μάθει να αναγνωρίζει κάποια σχήματα -μια σφαίρα, έναν κύβο- με την αφή. Τι θα συνέβαινε αν ο άνθρωπος αυτός μπορούσε ξαφνικά να δει; «Άραγε θα μπορούσε, με την όρασή του, και πριν να τα αγγίξει, να καταλάβει ποια είναι η σφαίρα και ποιος είναι ο κύβος;» αναρωτιόταν ο Μολινέ στην επιστολή του.
Το ερώτημα του Μολινέ είχε άμεση σχέση με μια φιλοσοφική διαμάχη της εποχής σχετικά με το πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας.
Οι εμπειριστές πίστευαν πως όλα όσα γνωρίζουμε διαμορφώνονται αποκλειστικά με βάση την εμπειρία. Η απάντησή τους επομένως στο ερώτημα του Μολινέ θα ήταν αρνητική: οι πρώην τυφλοί δεν θα γνώριζαν τι έβλεπαν.
Στο αντίπαλο φιλοσοφικό στρατόπεδο βρίσκονταν οι νατιβιστές, για τους οποίους ορισμένες γνώσεις και ικανότητες είναι εγγενείς -υπάρχουν ήδη εξ αρχής στο μυαλό μας και περιμένουν να ενεργοποιηθούν από τα αισθητηριακά ερεθίσματα.
«Η ομορφιά του ερωτήματος του Μολινέ έγκειται στο γεγονός ότι σχετίζεται και με το πώς σχηματίζονται στον εγκέφαλο οι αναπαραστάσεις» σχολιάζει στο AFP o Παουάν Σίνα, καθηγητής του MIT και εμπνευστής της μελέτης.
«Άραγε δημιουργούν οι επιμέρους αισθήσεις μια κοινή αναπαράσταση, ή πρόκειται για ανεξάρτητες αναπαραστάσεις;» διερωτάται.
Για περισσότερο από τρεις αιώνες, το ερώτημα έμενε ουσιαστικά αναπάντητο -για το πείραμα που πρότεινε ο Μολινό ήταν δύσκολο να βρεθούν πειραματικά υποκείμενα.
Δύσκολο, όχι όμως και αδύνατο: Το 2003, ο Δρ Σίνα είχε ιδρύσει την οργάνωση Project Prakash (prakash σημαίνει «φως» στα σανσκριτικά) για την αποκατάσταση της όρασης φτωχών παιδιών στην Ινδία. Αρκετά από τα παιδιά αυτά είχαν μείνει τυφλά από καταρράκτες ή άλλες θεραπεύσιμες παθήσεις.
Από τα πολλά παιδιά που χειρούργησε η οργάνωσή του, ο Δρ Σίνα εντόπισε πέντε (τέσσερα αγόρια και ένα κορίτσι, 8 έως 17 ετών) τα οποία θα μπορούσαν να αντικρίσουν για πρώτη φορά τον κόσμο σχεδόν αμέσως μετά την επέμβαση.
Για να βεβαιωθούν ότι το χειρουργείο είχε πετύχει, οι ερευνητές ζήτησαν αρχικά από τα παιδιά να βρουν με την όραση διάφορα αντικείμενα που μόλις τους είχαν δείξει. Το ίδιο έγινε στη συνέχεια και με την αφή: οι ερευνητές άφησαν τα παιδιά να ψηλαφίσουν διάφορα αντικείμενα και στη συνέχεια τους ζήτησαν να βρουν τα ίδια αντικείμενα μόνο με τα χέρια.
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, τα παιδιά έβρισκαν τη σωστή απάντηση σχεδόν στο 100% των περιπτώσεων.
Ύστερα, όμως, ήρθε το τρίτο και δυσκολότερο πείραμα: οι ερευνητές ζήτησαν από τα παιδιά να ψηλαφίσουν ένα αντικείμενο με κλειστά τα μάτια, και στη συνέχεια τους είπαν να τα ανοίξουν και να βρουν ποιο αντικείμενο ήταν αυτό που κρατούσαν.
Οι επιδόσεις των παιδιών ήταν σε αυτή την περίπτωση απογοητευτικές: όλα τους τα πήγαν ελάχιστα καλύτερα από ό,τι αν διάλεγαν αντικείμενα τελείως στην τύχη.
Τα παιδιά «δεν μπορούσαν να σχηματίσουν τη σύνδεση» αναφέρει ο Γιούρι Οστρόφσκι του MIT, μέλος της ερευνητικής ομάδας.
Η απάντηση στο ερώτημα του Μολινό φαίνεται, επομένως, να είναι όχι: οι αναπαραστάσεις που δημιουργεί στον εγκέφαλο η μία αίσθηση δεν συνδέονται με τις αναπαραστάσεις των άλλων αισθήσεων.
Η απάντηση, όμως, δεν είναι τόσο ξεκάθαρη. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι, σε διάστημα περίπου μιας εβδομάδας, πριν προλάβει ο εγκέφαλος να δημιουργήσει νέες συνάψεις, τα παιδιά είχαν μάθει να αναγνωρίζουν οπτικά τα αντικείμενα που γνώριζαν με την αφή.
«Από νευροεπιστημονική άποψη, το πιο ενδιαφέρον εύρημα ήταν η μεγάλη ταχύτητα με την οποία αντισταθμίστηκε αυτή η ανικανότητα» σχολιάζει ο καθηγητής Ρίτσαρντ Χελντ του ΜΙΤ, πρώτος συγγραφέας της μελέτης.
Τα πειράματα, επομένως, δεν μπορούν να δικαιώσουν ούτε τους εμπειριστές ούτε τους νατιβιστές. Έχουν όμως σημασία, αφού, όπως επισημαίνει ο Δρ Χελντ, δείχνουν ότι ο εγκέφαλος διατηρεί την προσαρμοστικότητα και την πλαστικότητά του πέρα από τη βρεφική ηλικία.
Η μελέτη, εξηγεί ο ερευνητής, «θέτει υπό αμφισβήτηση το δόγμα της "κρίσιμης περιόδου", δηλαδή την ιδέα ότι αν ένα παιδί στερηθεί την όραση για τα πρώτα τρία ή τέσσερα χρόνια της ζωής του, δεν θα μπορέσει ποτέ να αποκτήσει επαρκή όραση».
Η ασυνήθιστη μελέτη έδειξε ότι τα παιδιά που αντικρίζουν για πρώτη φορά τον κόσμο αρχικά δεν μπορούν να αναγνωρίσουν με τα μάτια τα αντικείμενα που αναγνώριζαν με την αφή, αναφέρουν οι Αμερικανοί ερευνητές στο περιοδικό Nature Neuroscience.
Παρόλα αυτά, όμως, η απάντηση στο παλιό ερώτημα δεν είναι ένα ξεκάθαρο «όχι». Λίγες ημέρες αργότερα, και πριν καν μπορέσει ο εγκέφαλός τους να δημιουργήσει νέες συνδέσεις, τα παιδιά της μελέτης είχαν μάθει να αναγνωρίζουν οπτικά τα αντικείμενα που είχαν ψηλαφίσει.
Νατιβισμός και εμπειρισμός
Η ιστορία ξεκινάει το 1688, όταν ο Ουίλιαμ Μολινέ, Ιρλανδός νατουραλιστής φιλόσοφος και πολιτικός, γράφει στον μεγάλο Βρετανό φιλόσοφο Τζον Λοκ και διατυπώνει ένα ερώτημα:
Ας υποθέσουμε ότι κάποιος έχει γεννηθεί τυφλός, αλλά έχει μάθει να αναγνωρίζει κάποια σχήματα -μια σφαίρα, έναν κύβο- με την αφή. Τι θα συνέβαινε αν ο άνθρωπος αυτός μπορούσε ξαφνικά να δει; «Άραγε θα μπορούσε, με την όρασή του, και πριν να τα αγγίξει, να καταλάβει ποια είναι η σφαίρα και ποιος είναι ο κύβος;» αναρωτιόταν ο Μολινέ στην επιστολή του.
Το ερώτημα του Μολινέ είχε άμεση σχέση με μια φιλοσοφική διαμάχη της εποχής σχετικά με το πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας.
Οι εμπειριστές πίστευαν πως όλα όσα γνωρίζουμε διαμορφώνονται αποκλειστικά με βάση την εμπειρία. Η απάντησή τους επομένως στο ερώτημα του Μολινέ θα ήταν αρνητική: οι πρώην τυφλοί δεν θα γνώριζαν τι έβλεπαν.
Στο αντίπαλο φιλοσοφικό στρατόπεδο βρίσκονταν οι νατιβιστές, για τους οποίους ορισμένες γνώσεις και ικανότητες είναι εγγενείς -υπάρχουν ήδη εξ αρχής στο μυαλό μας και περιμένουν να ενεργοποιηθούν από τα αισθητηριακά ερεθίσματα.
«Η ομορφιά του ερωτήματος του Μολινέ έγκειται στο γεγονός ότι σχετίζεται και με το πώς σχηματίζονται στον εγκέφαλο οι αναπαραστάσεις» σχολιάζει στο AFP o Παουάν Σίνα, καθηγητής του MIT και εμπνευστής της μελέτης.
«Άραγε δημιουργούν οι επιμέρους αισθήσεις μια κοινή αναπαράσταση, ή πρόκειται για ανεξάρτητες αναπαραστάσεις;» διερωτάται.
Για περισσότερο από τρεις αιώνες, το ερώτημα έμενε ουσιαστικά αναπάντητο -για το πείραμα που πρότεινε ο Μολινό ήταν δύσκολο να βρεθούν πειραματικά υποκείμενα.
Δύσκολο, όχι όμως και αδύνατο: Το 2003, ο Δρ Σίνα είχε ιδρύσει την οργάνωση Project Prakash (prakash σημαίνει «φως» στα σανσκριτικά) για την αποκατάσταση της όρασης φτωχών παιδιών στην Ινδία. Αρκετά από τα παιδιά αυτά είχαν μείνει τυφλά από καταρράκτες ή άλλες θεραπεύσιμες παθήσεις.
Από τα πολλά παιδιά που χειρούργησε η οργάνωσή του, ο Δρ Σίνα εντόπισε πέντε (τέσσερα αγόρια και ένα κορίτσι, 8 έως 17 ετών) τα οποία θα μπορούσαν να αντικρίσουν για πρώτη φορά τον κόσμο σχεδόν αμέσως μετά την επέμβαση.
Για να βεβαιωθούν ότι το χειρουργείο είχε πετύχει, οι ερευνητές ζήτησαν αρχικά από τα παιδιά να βρουν με την όραση διάφορα αντικείμενα που μόλις τους είχαν δείξει. Το ίδιο έγινε στη συνέχεια και με την αφή: οι ερευνητές άφησαν τα παιδιά να ψηλαφίσουν διάφορα αντικείμενα και στη συνέχεια τους ζήτησαν να βρουν τα ίδια αντικείμενα μόνο με τα χέρια.
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, τα παιδιά έβρισκαν τη σωστή απάντηση σχεδόν στο 100% των περιπτώσεων.
Ύστερα, όμως, ήρθε το τρίτο και δυσκολότερο πείραμα: οι ερευνητές ζήτησαν από τα παιδιά να ψηλαφίσουν ένα αντικείμενο με κλειστά τα μάτια, και στη συνέχεια τους είπαν να τα ανοίξουν και να βρουν ποιο αντικείμενο ήταν αυτό που κρατούσαν.
Οι επιδόσεις των παιδιών ήταν σε αυτή την περίπτωση απογοητευτικές: όλα τους τα πήγαν ελάχιστα καλύτερα από ό,τι αν διάλεγαν αντικείμενα τελείως στην τύχη.
Τα παιδιά «δεν μπορούσαν να σχηματίσουν τη σύνδεση» αναφέρει ο Γιούρι Οστρόφσκι του MIT, μέλος της ερευνητικής ομάδας.
Η απάντηση στο ερώτημα του Μολινό φαίνεται, επομένως, να είναι όχι: οι αναπαραστάσεις που δημιουργεί στον εγκέφαλο η μία αίσθηση δεν συνδέονται με τις αναπαραστάσεις των άλλων αισθήσεων.
Η απάντηση, όμως, δεν είναι τόσο ξεκάθαρη. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι, σε διάστημα περίπου μιας εβδομάδας, πριν προλάβει ο εγκέφαλος να δημιουργήσει νέες συνάψεις, τα παιδιά είχαν μάθει να αναγνωρίζουν οπτικά τα αντικείμενα που γνώριζαν με την αφή.
«Από νευροεπιστημονική άποψη, το πιο ενδιαφέρον εύρημα ήταν η μεγάλη ταχύτητα με την οποία αντισταθμίστηκε αυτή η ανικανότητα» σχολιάζει ο καθηγητής Ρίτσαρντ Χελντ του ΜΙΤ, πρώτος συγγραφέας της μελέτης.
Τα πειράματα, επομένως, δεν μπορούν να δικαιώσουν ούτε τους εμπειριστές ούτε τους νατιβιστές. Έχουν όμως σημασία, αφού, όπως επισημαίνει ο Δρ Χελντ, δείχνουν ότι ο εγκέφαλος διατηρεί την προσαρμοστικότητα και την πλαστικότητά του πέρα από τη βρεφική ηλικία.
Η μελέτη, εξηγεί ο ερευνητής, «θέτει υπό αμφισβήτηση το δόγμα της "κρίσιμης περιόδου", δηλαδή την ιδέα ότι αν ένα παιδί στερηθεί την όραση για τα πρώτα τρία ή τέσσερα χρόνια της ζωής του, δεν θα μπορέσει ποτέ να αποκτήσει επαρκή όραση».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.