Σε Κρυφό Σχολειό μετατράπηκε το κατάμεστο δημοτικό Θέατρο Πολίχνης με την ηρωίδα δασκάλα Χαρά Νικοπούλου να μιλά προσκεκλημένη της Ενοριακής Νεανικής Εστίας Αγ.Παντελεήμονος Πολίχνης.
Μάθημα σε Ελληνόπουλα λοιπόν, με αναφορές από την μακραίωνη Ιστορία μας, από τον Σωκράτη και τον Λεωνίδα, από το "Μολών Λαβέ" μέχρι το "Ελευθερία ή Θάνατος", από το 1821, τους αγίους της Ορθόδοξης Πίστης μας και το μεγαλείο του χριστιανισμού μέχρι τους νεότερους ήρωες και τον Ευαγόρα Παλλικαρίδη .
Η ηρωική μας δασκάλα παρουσίασε ως ενδεικτικά παραδείγματα ευαισθητοποιημένων Ελλήνων που αγωνίζονται και τους κάλεσε στο βήμα για να συστηθούν, την Λέσχη Εφέδρων Θεσσαλονίκης και την Παγκύπρια Ενιαία Οργάνωση Φοιτητών (ΠΕΟΦ).
Η Χαρά Νικοπούλου επέλεξε έμμετρο λόγο για να παρουσιάσει όλο το μεγαλείο της Ιστορίας μας.
Και ξαναζωντανεύει την ελπίδα του Γένους μας
για να γίνουν και πάλι τα παιδιά μας ΛΕΩΝΙΔΕΣ
:
Μάθημα σε Ελληνόπουλα λοιπόν, με αναφορές από την μακραίωνη Ιστορία μας, από τον Σωκράτη και τον Λεωνίδα, από το "Μολών Λαβέ" μέχρι το "Ελευθερία ή Θάνατος", από το 1821, τους αγίους της Ορθόδοξης Πίστης μας και το μεγαλείο του χριστιανισμού μέχρι τους νεότερους ήρωες και τον Ευαγόρα Παλλικαρίδη .
Η ηρωική μας δασκάλα παρουσίασε ως ενδεικτικά παραδείγματα ευαισθητοποιημένων Ελλήνων που αγωνίζονται και τους κάλεσε στο βήμα για να συστηθούν, την Λέσχη Εφέδρων Θεσσαλονίκης και την Παγκύπρια Ενιαία Οργάνωση Φοιτητών (ΠΕΟΦ).
Η Χαρά Νικοπούλου επέλεξε έμμετρο λόγο για να παρουσιάσει όλο το μεγαλείο της Ιστορίας μας.
Και ξαναζωντανεύει την ελπίδα του Γένους μας
για να γίνουν και πάλι τα παιδιά μας ΛΕΩΝΙΔΕΣ
:
«Το Έθνος όλο μέσα σε ένα κρυφό σχολειό»
Κυρίες και κύριοι,
Σαν Διογένης απ’ το χθες με ένα μικρό φανάρι,
βγήκα σε δύσκολη ατραπό, μες στο πνευματικό σκοτάδι…
Μεσ’ στην Ελλάδα ψάχνοντας αυτό που κάποιοι θάβουν…
Ψάχνω το Έθνος μου να βρω… αυτό που χρόνια τώρα κλείνει μέσα σε ύμνο θείο ο Σολωμός που εθνικό τον λένε!!...
Αυτό που δυο χρώματα ζωγράφισαν πιστά, με άσπρο και γαλάζιο…
Αυτό που οι Αρχαίοι Έλληνες ορμήνευσαν ως Φως, πάνω στην άσπρη πέτρα,
και εύλαλα ονόμασαν Ελλάς χιλιάδες χρόνια τώρα!!
Μα όσο κι αν γυρίσω, κι αν ταξιδέψω στα Άγια χώματά σου…
όσο κι αν γονατίσω στους Παρθενώνες σου…, στις εκκλησιές
και μες στης Πίνδου τα Άγια βήματά σου…,
όσο κι αν ψάξω να σε βρω σ’ αρχαίες πόλεις και μνημεία…,
σε προτομές ηρώων και σε ιερά βιβλία…,
πιότερο δε θα χτυπήσει δυνατά η ελληνική ψυχή μου…
από την ώρα που ως δάσκαλος θα μπω σε ένα σχολειό ελληνικό,
για να σε αναστήσω, μέσα από τα παιδιά μου!!
Κάθε φορά που η πόρτα στο σχολειό θα ανοίξει για εμένα…
νιώθω πως γίνομαι εγώ η αιτία για να έρθει…
αυτό που οι άλλοι ονόμασαν κρυφά: «Ανίερη Συμμαχία»…
γιατί μες στο σχολειό πάντα μυστικά…, μέσα απ’ του δασκάλου τη λαλιά,
θα γίνει ένα θαύμα…
Αυτό που κράτησε τον Έλληνα χιλιάδες χρόνια τώρα,
να’ χει την ίδια τη γραφή, τη γλώσσα,
…την ανάγκη… να λέει πως Έλλην έχει γεννηθεί, και ελεύθερος ανέκαθεν εζούσε…
γιατί κρυφά σχολειά υπήρχανε, που σώνανε το έθνος.
Μα μέγα ερώτημα γεννά η ίδια η ιστορία: Άραγε μήπως τελικά, το’ χει ανάγκη το σχολειό να έχει κέντρο το έθνος;… ή μήπως η ανάγκη αντίστροφα έδειξε, πως ήταν από πάντα;;
Όταν σμιλεύεις τις ψυχές μικρών παιδιών με Ελλάδα…
Όταν εσύ ανασταίνεις ήρωες που πέθαναν για εσένα, κάνοντας μάθημα το αίμα τους που χύσαν για το Έθνος…
Όταν τους θρύλους ενοχλείς, με σεβασμό μιλώντας στα παιδιά σου, για τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά, μα και τον Λεωνίδα…
Όταν διδάσκεις τη υπακοή, μιλώντας για Σωκράτη…
κι όταν παράδειγμα ανδρείας και ελευθερίας δίνεις με τον Παλλικαρίδη…
Όταν για αρετή μιλάς και όχι για ευδαιμονία…
Όταν τον μαθητή στη φάλαγγα ζητάς, για να ‘χει ευψυχία…
Όταν ορίζεις το Χριστό με λέξεις από αγάπη…
κι όταν ξορκίζεις το κακό, τον θρήνο, και τον πόνο,
και κάνεις νίκη θρυλική μέσα στην ιστορία,
των Λακεδαίμονων το θάνατο και του Ζαλόγγου τη θυσία…
Όταν μιλάς για Οδύσσεια και φτάνεις στο ’40…
Όταν ορίζεις του Αχιλλέως τη νέμεση και ταξιδεύεις χρόνια,
φτάνοντας στην κερκόπορτα που όριζε την Πόλη
και θεία δίκη θε να ‘ρθει μια μέρα του Σαββάτου…
Όταν με πανοπλία εθνική ντύνεις τους μαθητές σου,
διδάσκοντας τις ιαχές χρόνια τώρα που αντηχούν ως εθνικοί παιάνες και παρακαταθήκη: «Μολών λαβέ» και υπόσχεση, στο δίλημμα το μέγα: «Ελευθερία ή θάνατος» …
θα μάθεις στα παιδιά σου,
πως έναν όρκο μαχητή θα δώσουν στη ζωή τους,
αυτόν που πρωτοψέλλισαν, χιλιάδες χρόνια πίσω
οι Λακεδαίμονες τηρώντας τον ως την στερνή πνοή τους: «Άμες δε γεσόμεθα πολλώ κάρρονες»
κι όταν για ακόμη μια φορά μέσα σε μια τάξη,
θα ανοίξεις θρύλους και ψυχές, που ορίζουν τον Δραγάση
και ύμνους θείους κι αγγελικούς θα μάθεις στα παιδιά σου…
κι όταν τον Προμηθέα του χθες, ενώσεις στο Χριστό μας
και δείξεις στα ελληνόπουλα την πιο τρανή θυσία…
αυτή που δε χωρά στα όρια και μέσα εις το λόγο…
μα από τη δίψα για το φως, σταύρωσε και τους δύο...
και Ανάσταση έφερε ξανά, γιατί ποτέ δεν προσκύνησαν…
κι όταν του Μέγα Αλέξανδρου διδάξεις την πορεία,
στα βάθη της Ανατολής που έγραψε ιστορία…
μαζί και την προέλαση του ένδοξου στρατού μας…
που έφτασε Εσκι Σεχερ, κιουτάχια… μα και στο Τεπελένι…
Τότε μονάχα τότε ως παιδαγωγός θα νιώσεις θείος Μύστης…
γιατί η ανάγκη δεν είναι τόσο στο σχολειό να ακούσει για το Έθνος…
μα το αντίστροφο θαρρώ, γίνεται τόσα χρόνια!!
Το Έθνος είναι αυτό που το ‘χει ανάγκη πάντα,
να γεννηθεί μες στο κρυφό σχολειό!!, αυτό που αιώνες τώρα,
κρατήθηκε ίδιο, ζωντανό και πέρασε στο αύριο,
καθώς ο δάσκαλος εσμίλευε την παιδική ψυχούλα…
αυτήν που άνδρωσε το έθνος μας και το ΄κλεισε για πάντα,
μέσα σε 5 γράμματα και μέσα σε 2 φράσεις: «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών στο χθες στο αύριο και στο τώρα».
Αν το λοιπόν στερέψουμε απ’ των Ελλήνων την ανδρεία…
αν μέσα στη σκλαβιά κλειστήκαμε που όρισε μια κίβδηλη δημοκρατία…
αν γίναμε ριψάσπιδες, πριν καν καλά-καλά η μάχη ξεκινήσει…
τότε του γέροντος Κοσμά τα λόγια του Αγίου, ηχούν ως θεία αιτία και προτροπή, κι ορίζουνε το δρόμο:
«Τα σχολειά χτίστε, εκεί ο Θεός μένει της ελευθερίας».
Μα τα σχολεία σήμερα γκρεμίστηκαν, σαν πέταξαν μακριά τους,
κάθε ορισμό και θύμηση που φέρνει εις το έθνος…
Κανείς δε θέλει παίδευση, βγαλμένη από Ελλάδα…
κανείς δε θέλει τα παιδιά να γίνουν Λεωνίδες…
Και έτσι κρυφά μες στο σκοτάδι της αμάθειας μαζεύτηκαν μια νύχτα…
του γένους όλου οι δάσκαλοι, να σώσουνε το Έθνος…
Άφησε λίγο τον Αλέξανδρο και ήρθε απέναντί μας
ο Σταγειρίτης δάσκαλος, που για «ευζωία» ευθυνόταν…
Αριστοτέλη δάσκαλε συνάντησες ψες βράδυ,
τον προγενέστερό σου δάσκαλο, που χρόνια αναζητούσες…
και να στην έδρα κάθησε ο γέροντας - φιλόσοφος Σωκράτης,
για να ακούσει τα σοφά, τα λόγια των παιδαγωγών μας…
αυτών που χρόνια κράτησαν το Έθνος ενωμένο…
Και να μες στο κρυφό σχολείο, φθάνει και ο Φεραίος,
κι ο Μιχαήλ Ψελλός ο λόγιος κι ο Κύριλλος Λούκαρης από την Πόλη
κι ο Ευγένιος Βούλγαρης ο στοχαστής, κι ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης…
και ύστερα πίσω κλείνουν την πύλη τη στενή ο Άνθιμος Γαζής ο διαφωτιστής,
μα κι ο Πατροκοσμάς ο Αιτωλός μας
και τέλος φτάσανε παιδαγωγοί που κάποτε πέθαιναν για Ελλάδα,
που ύμνο μάθαιναν κρυφά μόνο εις την ελευθερίαν…
και του Βουλγάρου το σπαθί τας πέρασε εις την Αθανασία…
ήρθαν λοιπόν δάσκαλοι χιλιάδες χρόνια πίσω…
όλοι του Έθνους εραστές που φώτισαν το γένος…
και ένα τους δάκρυ μοναχά κύλισε απ’ τα μάτια…
καθώς το φως δε βρήκανε μες στα σχολειά σου Ελλάδα…
μόνο ένα πράγμα έμαθες και το ‘κανες συνήθεια:
Πώς να ξεχνάς το αίμα σου, που πότισε τη γη μας…
Πώς να πατάς τα ιερά της επανάστασης του Γένους…
Πώς να μιλάς για εμφύλιο, ενώ
το έθνος από των Βουλγαροανταρτών το όπλο ξεψυχούσε…
Πώς να ζητάς να κατεβεί ακόμη και ο Θεός μας από τον πίνακα μπροστά,
για να αρνηθούμε, ως και τον δημιουργό μας…
Μα ο αληθινός παιδαγωγός κλείνει μες στην καρδιά του,
το έθνος που άντεξε πολλά… και έτσι και πάλι πρέπει…
κι αφού οι δάσκαλοι κατέληξαν πως ειν’ ανάγκη να ισχύσει
του ιερού παιδαγωγού Σωκράτη η αρχαία ρήση…
σηκώθηκαν με μια φωνή κι απήγγειλαν τον όρκο:
«Μητρός τε και Πατρός και των άλλων προγόνων απάντων,
τιμιώτερος εστίν η Πατρίς και σεμνότερον και αγιώτερον
και εν μείζονι μοίρα, παραθεοίς και παρ’ ανθρώποις τας νουν έχουσιν».
Κι εκεί που ορκίστηκαν κρυφά, οι δάσκαλοι του Έθνους
η πόρτα χτύπησε… και να… μπαίνει μέσα στην τάξη του μυαλού μας…
αυτός που χρόνια αναζητώ και θα ‘θελα ως μαθητή μου να ‘χα…
ένα παιδί που ήρωας έγινε σε μια νύχτα…
γιατί η Ελλάδα ήταν ο πρώτος ερωτάς του…
Δάσκαλοι σεβαστοί μου Έλληνες… εγώ είμαι ο μαθητής σας…
ο Ευαγόρας ο Μεγαλονήσιος που με έγραψε η ιστορία…
Πάνω στον όρκο σας πατώ… γιατί θα ‘ρθεί μια μέρα, …
των αθανάτων το κρασί και του ’21,
θα χύσουν μέσα στην ψυχή και μέσα στο κορμί τους
οι Έλληνες που κιότεψαν μπροστά στη “νέα τάξη”…
και θα γυρίσουν στα σχολειά… θα μάθουν για Ελλάδα…
θα μάθουν να αγωνίζονται… κι ας μείναμε μονάδα…
Και έτσι οι παιδαγωγοί τον βράβευσαν…
κι ύστερα…… ανέλαβαν μες στην ψυχή μας δράση.
Κι αφού συνάχθηκαν μπροστά στον Γέροντα Σωκράτη
ως μαθητές μας βάζουνε σιμά και με ένα ερώτημα το μάθημα αρχινά,
που πάλει τις καρδιές μας:
Ποιος θέλει να γευτεί ξανά το Φως και Ελεύθερος να ζήσει;…
Ποιος θέλει το «Μολών λαβέ» να πει σε κάθε ξένο, εχθρό μας;
Αν είσαι εσύ που στέκεσαι τώρα απέναντί μας…
απέναντι σε δασκάλους που ευλαβικά δακρύζουν,
σαν η σημαία χάνεται πάνω απ’ τα ξερονήσια…
αν είσαι εσύ που εμπιστεύεσαι σε μας για χρόνια τώρα
το πνεύμα των παιδιών σου
και περιμένεις από ‘μας να χτίσουμε την ψυχή τους…
και να σμιλέψουμε με φως το παιδικό μυαλό τους…
τότε και εμείς ευλαβικά θα σε υποδεχτούμε,
σ’ αυτό που κάποιοι ονόμασαν «κρυφό σχολειό» και ζει κι ανθίζει πάλι…
γιατί η σκλαβιά δεν άφησε ελεύθερη τη σκέψη…
αντίθετα εφρόνησε να πνίξει κάθε λέξη,
που για Έθνος μίλαγε παλιά, μέσα στην ιστορία…
Και σαν καθίσεις μαθητής, μέσα στην Άγια Τάξη… φορώντας γαλανόλευκη ποδιά
τα μάτια σου θα πέσουν πάνω στον σταυρωμένο,
αυτόν που κάποιοι βγάλανε μέσα από τα σχολεία…
και δίπλα του εστέκεται με ανδρεία ο Λεωνίδας κι ο Αλέξανδρος,
ο Παπαφλέσσας κι ο Δραγάσης…
κι η Μπουμπουλίνα κι ο Γέροντας ο αθάνατος Κολοκοτρώνης…
Κι όπου κι αν στρέψεις τη ματιά σ’ αυτήν την άγια τάξη…
Ελλήνων την Ανδρεία θα δεις, πολεμιστών κι Αγίων…
κι αν ίσως ξέχασες ποιοι να ‘ναι όλοι τούτοι, ρώτα μας και θα μάθεις…
Αφού σταθούμε δίπλα σου και με όση δύναμη ψυχής μας όρισαν οι γνώσεις,
θα ξεδιπλώσουμε με φως του Έθνους την Ιστορία
και θα σμιλέψουμε εσένα Έλληνα,
για να ξυπνήσει μέσα σου η ποθητή ανδρεία…
Μα αυτό το μάθημα θαρρώ, δε θα ‘χει πλέον τέλος…
γιατί αθάνατοι είμαστε ως χριστιανοί και Ελλάνιοι Αρχαίοι…
και αφού σου μάθουμε γραφή της πιο μακραίωνης γλώσσας…
αυτής που κλείνει έννοιες μέσα σε τόσες λέξεις…
Κι αφού ακούσεις για Χριστό, Ελλάδα και θυσία…
τότε στο τέλος μόνος σου θα πρέπει να ορίσεις,
αν ξέρεις πλέον να μας πεις «Τι είναι η πατρίδα»…
αν ξέρεις να φιλάς καλά του Λεωνίδα τα στενά μα και τους Μαραθώνες.
Κι όσο τα χρόνια θα περνούν, και νέοι δάσκαλοι, θα ‘ναι οι οδηγοί σου…
πάντα θα περιμένουμε εδώ… στην πόρτα… απ’ το κρυφό σχολειό σου…
πάντα εδώ να έρχεσαι, όταν θα σε πληγώνουν…
όταν το κράτος σε χτυπά, γιατί είχες μέσα το Έθνος…
όταν θα σε προδώσουνε και ολιγοψυχήσεις…
όταν θα σε πολιορκήσουνε οι ξένοι στη Ομόνοια…
όταν θα βεβηλώσουνε όλη την ιστορία…
και θα σε διώξουν οι ιερείς, μακριά απ’ τη θρησκεία…
Όταν θα κινδυνεύσει η Θράκη μας, η Κύπρος, το Αιγαίο…
κι όταν θα προδώσουνε κάθε στρατιώτη νέο…
όταν πια τα όνειρα θα γίνουν εφιάλτες…
και εσύ πια θα ‘σαι μοναχός, χωρίς μεγάλων πλάτες…
ΕΛΑ …θα περιμένουμε πάντα εδώ, ως δεύτεροι γονείς σου…
να σου χαρίσουμε το «ευ ζην» που έψαχνες ματαίως,
μέσα σε πλούτοι και πολιτικούς, σε δόξα… σ’ απληστία…
μα σίγουρα δεν ξέχασες, πως είναι αλλού η ελευθερία…
Θυμάσαι το σου έμαθαν μια μέρα στα σχολεία;;
θυμάσαι που εκρύβεται του Έλληνα η ανδρεία;;
Μα ναι… θυμάσαι…
δάκρυσες, σαν βρήκες την αλήθεια
και ύμνο έναν φώναξες, μαζί με μας ως ΕΝΑΣ:
«Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένοι των Ελλήνων τα ιερά
και σαν πρώτα ανδρειωμένοι, Χαίρε, ω! Χαίρε ελευθεριά!
είπες… και σε λυγμούς εξέστασες…».
Έλα …μη κάθεσαι λεπτό… μον’ κάνε το σταυρό σου…
και σαν το Λεωνίδα φώναξε να ακούσουν τον θυμό σου…:
«Μολών λαβέ» θέλω να πεις, … να γράψεις ιστορία…
να δείξεις έμπρακτα ξανά, πως είσαι Ελλήνων γόνος…
που δεν προσκύνησε ποτέ, δεν έκανε τη χάρη σε κανέναν…
δεν κιότεψε… δεν ξέχασε καμιά γενοκτονία…
και έτσι ποτέ δεν πίστεψε σε ελληνοτουρκική φιλία…
δείξε πως στο σχολειό σου μάθανε Ποια είναι η Ελλάδα…
σου μάθαν να ‘χεις μέσα σου μονάχα την Παλλάδα…
αυτή που φύλασσε τη σκέψη της με κράνος της σοφίας…
που ζύγιζε στον πόλεμο, τι ειν’ ηθικόν και πρέπον…
κι ασπίδα είχε μέσα της τη γνώση, την αλήθεια…
Πολέμησε στον βράχο της… και γίνε Παρθενώνας…
που θα ‘χει μέσα την Αγιά Σοφιά, ναοί κι οι δυό Σοφίας…
Μα όλα αυτά για να συμβούν, μέσα από τα σχολεία…
θα πρέπει πρώτα δάσκαλε να θυμηθείς ποιος είσαι,…
να θυμηθείς τον ρόλο σου… που χρόνια ‘χεις ξεχάσει…
γιατί και εσένα πρόδωσε ακόμη κι ο εαυτός σου…
κάνε και πάλι το σωστό… μιμήσου τους Μεγάλους
του Γένους μας δασκάλους…
Και μην ξεχνάς πως το Έθνος μας σε έχει πάλι ανάγκη…
Μέσα από σένα αύριο, η λευτεριά θε να ‘ρθει…
Γι’ αυτό το βράδυ, αντί για προσευχή, κράτησε έναν λόγο…
αυτόν που ο Παλαμάς προέτρεψε στο δάσκαλό σου Ελλάδα:
«Σμίλεψε πάλι δάσκαλε ψυχές
Κι ότι σ΄ απόμεινε ακόμη στη ζωή σου
Μην τ’ αρνηθείς! θυσίασέ το, ως τη στερνή πνοή σου!
Χτίστ’ το παλάτι δάσκαλε Σοφέ!
Κι αν λίγη δύναμη μεσ’ το κορμί σου μένει, Μην κουρασθείς…
Ειν’ η ψυχή σου ατσαλωμένη Θέμελα βάλε τώρα πιο βαθειά
ο πόλεμος να μην μπορεί να τα γκρεμίσει!
Σκάψε βαθειά… Τι κι αν πολλοί σ’ έχουνε λησμονήσει;
θα θυμηθούνε κάποτε κι αυτοί Τα βάρη που κρατάς σαν άτλαντας στην πλάτη
ΥΠΟΜΟΝΗ! Χτίζε σοφέ… της Κοινωνίας το παλάτι!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.