Φυσικά, αν το καθεστώς Άσαντ επέτρεπε στους δημοσιογράφους να κάνουν κανονικά τη δουλειά τους, τα πράγματα δεν θα ήταν τόσο άνετα για τις διάφορες «Αμίνα». Η απουσία ανταποκριτών από τις πολεμικές ζώνες σε συνδυασμό με τη βαθμιαία επικράτηση της «ενσωματωμένης» δημοσιογραφίας προετοιμάζει ιδανικά το έδαφος για κάθε είδος παραπληροφόρηση και προπαγάνδα. Στην περίπτωση της Λιβύης, δεν ήταν άλλωστε ένας ανώνυμος μπλόγκερ, αλλά ένας εισαγγελέας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης εκείνος που κακοποίησε την αλήθεια.
Ο Λουίς Μορένο Οκάμπο είχε συγκλονιστικά νέα να αποκαλύψει στην συνέντευξη Τύπου παραχώρησε στις αρχές Ιουνίου. Το γραφείο του είχε ήδη ξεκινήσει έρευνα σχετικά με τις καταγγελίες ότι ο Καντάφι είχε διατάξει τις δυνάμεις του να πραγματοποιήσουν μαζικούς βιασμούς με στόχο να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό. Με βάση τις πληροφορίες που διέθετε, ο Λίβυος δικτάτορας εφοδίαζε μάλιστα τους άνδρες του με βιάγκρα προκειμένου να «ενισχύσει τη δυνατότητα» βιασμού.
Παρ’ ότι όλα αυτά θύμιζαν κακοστημένη ταινία του Χόλιγουντ, η πληροφορία πέρασε αμέσως στον διεθνή Τύπο και τους εμπνευστές της ΝΑΤΟϊκής επιχείρησης «Αυγή της Οδύσσειας». Μιλώντας στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, η Αμερικανίδα εκπρόσωπος Σούζαν Ράις επανέλαβε την κατηγορία για τους μαζικούς βιασμούς με βιάγκρα, ενώ η σκυτάλη πέρασε πολύ σύντομα και στην ίδια την επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας, Χίλαρι Κλίντον, η οποία δήλωσε πεπεισμένη ότι οι δυνάμεις του Καντάφι χρησιμοποιούν τον βιασμό ως «πολεμικό όπλο».
Χρειάστηκε να περάσουν αρκετές μέρες μέχρι να μιλήσει κάποιος αρμόδιος που να βρισκόταν στη Λιβύη και να έχει μια σαφέστερη εικόνα της κατάστασης. Ο Σερίφ Μπασιούνι, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας του ΟΗΕ, απέδωσε χωρίς περιστροφές την όλη ιστορία σε «μαζική υστερία». Ανέφερε μάλιστα ενδεικτικά την περίπτωση μιας γυναίκας που έστειλε 70.000 καταγγελίες, οι 259 από τις οποίες αφορούσαν περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης. «Πέρασε έτσι τις πληροφορίες αυτές στον Οκάμπο και ο Οκάμπο πείστηκε ότι 259 γυναίκες ενδέχεται να έχουν βιαστεί» εξήγησε.
Αν όμως τερατώδη σενάρια όπως αυτά αναμεταδίδονται με τόση ευκολία από επίσημα χείλη και τον διεθνή Τύπο, τι γίνεται με τα πιο αληθοφανή; Και πόσο ακριβείς ήταν τελικά οι πληροφορίες που οδήγησαν το Συμβούλιο Ασφαλείας να εγκρίνει την δυτική επέμβαση στη χώρα; Στα τέλη Φεβρουαρίου, ένα μήνα πριν την έναρξη της ΝΑΤΟϊκής επιχειρήσης, το Αλ Τζαζίρα και το BBC άρχισαν να μεταδίδουν ότι προκειμένου να καταστείλει την εξέγερση ο Καντάφι χρησιμοποιούσε την πολεμική αεροπορία της χώρας.
«Αυτόπτες μάρτυρες αναφέρουν ότι μαχητικά αεροσκάφη άνοιξαν πυρ σε διαδηλωτές» ανέφερε το BBC και μέσα σε λίγες μέρες οι υποστηρικτές του πολέμου είχαν ένα νέο σλόγκαν: «Ο Καντάφι βομβαρδίζει τον λαό του». Όμως, ακόμη και πριν το ΝΑΤΟ αρχίσει τους δικούς του απελευθερωτικούς βομβαρδισμούς, απουσίαζαν οι πραγματικές αποδείξεις για την εγκυρότητα της είδησης. Ακόμη και ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας, Ρόμπερτ Γκέιτς, κρύφτηκε πίσω από τις δημοσιογραφικές πληροφορίες. «Είδαμε τις αναφορές στον τύπο αλλά δεν είχαμε καμία σχετική επιβεβαίωση» παραδέχτηκε.
Ο Πάτρικ Κόκμπερν, του περιοδικού «Counterpunch», αναφέρεται σε έναν ακόμη μύθο που είχε σκοπό να εμπεδώσει την αντίληψη ότι ο Καντάφι βρισκόταν σε ολοκληρωτικό πόλεμο με τον λαό της Λιβύης. Το ρουλεμάν της παραπληροφόρησης ξεκίνησε και πάλι από το Αλ Τζαζίρα του Κατάρ και η «είδηση» υιοθετήθηκε αμέσως από τον αμερικανικό και βρετανικό Τύπο. Σύμφωνα με αυτήν, οι δυνάμεις που παρέμεναν πιστές στον Καντάφι ήταν κατά κύριο λόγο μαύροι μισθοφόροι από την υποσαχάρια Αφρική.
Για να επιβεβαιώσουν την πληροφορία, οι αντικαθεστωτικοί παρουσίασαν στα ΜΜΕ μαύρους αιχμαλώτους που υποτίθεται ότι πολεμούσαν με τις δυνάμεις του Καντάφι. Τελικά όμως, η Διεθνής Αμνηστία αποκάλυψε ότι οι «αιχμάλωτοι πολέμου» ήταν στην πραγματικότητα μετανάστες από το Μάλι, το Τσαντ και τη Δυτική Αφρική. Για μία ακόμη φορά ωστόσο, η διάψευση της είδησης πνίγηκε μέσα στον θόρυβο της ίδιας της «είδησης» και στο μεταξύ οι μαύροι μετανάστες στη Λιβύη είχαν γίνει στόχος ενός ανελέητου πογκρόμ.
Θα μπορούσε κανείς στην περίπτωση αυτή να μιλήσει για γενοκτονία, αφού, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, ο όρος χρησιμοποιείται για κάθε συστηματική δίωξη σε βάρος «μιας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας». Σύμφωνα όμως με την κυρίαρχη ρητορική, γενοκτονία μπορούσε να χαρακτηριστεί μόνο η βία του καθεστώτος Καντάφι. Στις 21 Φεβρουαρίου, μια μέρα πριν αποσκιρτίσει ο Λίβυος απεσταλμένος στον ΟΗΕ, Ιμπραχίμ Νταμπάσι, προειδοποίησε για μια επικείμενη «πραγματική γενοκτονία».
Αμέσως μετά την έναρξη των ΝΑΤΟϊκών βομβαρδισμών, ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα προσπάθησε να αποδείξει στην κοινή γνώμη της χώρας πόσο αναγκαία ήταν η επέμβαση στη Βόρεια Αφρική. Έπρεπε να αποτραπεί μια ακόμη γενοκτονία στα πρότυπα της Ρουάντα. «Αν περιμέναμε μία ακόμη ημέρα, η Βεγγάζη θα γινόταν ο τόπος μιας σφαγής που θα αντηχούσε σε ολόκληρη την περιοχή και θα κηλίδωνε τη συνείδηση του κόσμου» τόνισε.
Σταθερός πολέμιος εδώ και χρόνια των «ανθρωπιστικών επεμβάσεων», ο Αμερικανός πανεπιστημιακός και συγγραφέας Άλαν Κούπερμαν επιχειρηματολόγησε κατά της συγκεκριμένης απόφασης στην «Boston Globe». Επικαλούμενος στοιχεία της Human Rights Watch, υποστήριξε ότι οι δυνάμεις του Καντάφι πολεμούσαν τους αντάρτες και δεν έσφαζαν αδιακρίτως αμάχους. Στην πολύπαθη Μισράτα των 400.000 κατοίκων, τα θύματα δεν ξεπερνούσαν τα 257. Και μόλις το 3% των τραυματιών ήταν γυναίκες.
«Η επέμβαση δεν απέτρεψε τη γενοκτονία, καθώς καμία παρόμοια αιματοχυσία δεν βρισκόταν σε εξέλιξη. Αντιθέτως, με το να ενθαρρύνει την εξέγερση, η αμερικανική επέμβαση παρέτεινε τον εμφύλιο πόλεμο και τα δεινά των αθώων» σημείωσε προσθέτοντας πως η μεγαλύτερη απόδειξη ότι ο Καντάφι δεν σχεδίαζε «γενοκτονία» στη Βεγγάζη είναι το γεγονός ότι οι δυνάμεις του δεν έκαναν κάτι παρόμοιο στις υπόλοιπες πόλεις που είχαν ανακαταλάβει από τους αντάρτες.
Όμως το άρθρο του το διάβασαν μερικές χιλιάδες όταν η «είδηση» για το συσσίτιο με βιάγκρα μεταδόθηκε σε εκατομμύρια. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω, επομένως καθώς τα επιχειρήματα, οι αποδείξεις και τελικά η ίδια η αλήθεια χάνουν συστηματικά τη μάχη όταν αναμετριούνται με τον βομβαρδισμό της παραπληροφόρησης. Και έπειτα αρχίζουν να πέφτουν οι πραγματικές βόμβες.
Ο Λουίς Μορένο Οκάμπο είχε συγκλονιστικά νέα να αποκαλύψει στην συνέντευξη Τύπου παραχώρησε στις αρχές Ιουνίου. Το γραφείο του είχε ήδη ξεκινήσει έρευνα σχετικά με τις καταγγελίες ότι ο Καντάφι είχε διατάξει τις δυνάμεις του να πραγματοποιήσουν μαζικούς βιασμούς με στόχο να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό. Με βάση τις πληροφορίες που διέθετε, ο Λίβυος δικτάτορας εφοδίαζε μάλιστα τους άνδρες του με βιάγκρα προκειμένου να «ενισχύσει τη δυνατότητα» βιασμού.
Παρ’ ότι όλα αυτά θύμιζαν κακοστημένη ταινία του Χόλιγουντ, η πληροφορία πέρασε αμέσως στον διεθνή Τύπο και τους εμπνευστές της ΝΑΤΟϊκής επιχείρησης «Αυγή της Οδύσσειας». Μιλώντας στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, η Αμερικανίδα εκπρόσωπος Σούζαν Ράις επανέλαβε την κατηγορία για τους μαζικούς βιασμούς με βιάγκρα, ενώ η σκυτάλη πέρασε πολύ σύντομα και στην ίδια την επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας, Χίλαρι Κλίντον, η οποία δήλωσε πεπεισμένη ότι οι δυνάμεις του Καντάφι χρησιμοποιούν τον βιασμό ως «πολεμικό όπλο».
Χρειάστηκε να περάσουν αρκετές μέρες μέχρι να μιλήσει κάποιος αρμόδιος που να βρισκόταν στη Λιβύη και να έχει μια σαφέστερη εικόνα της κατάστασης. Ο Σερίφ Μπασιούνι, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας του ΟΗΕ, απέδωσε χωρίς περιστροφές την όλη ιστορία σε «μαζική υστερία». Ανέφερε μάλιστα ενδεικτικά την περίπτωση μιας γυναίκας που έστειλε 70.000 καταγγελίες, οι 259 από τις οποίες αφορούσαν περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης. «Πέρασε έτσι τις πληροφορίες αυτές στον Οκάμπο και ο Οκάμπο πείστηκε ότι 259 γυναίκες ενδέχεται να έχουν βιαστεί» εξήγησε.
Αν όμως τερατώδη σενάρια όπως αυτά αναμεταδίδονται με τόση ευκολία από επίσημα χείλη και τον διεθνή Τύπο, τι γίνεται με τα πιο αληθοφανή; Και πόσο ακριβείς ήταν τελικά οι πληροφορίες που οδήγησαν το Συμβούλιο Ασφαλείας να εγκρίνει την δυτική επέμβαση στη χώρα; Στα τέλη Φεβρουαρίου, ένα μήνα πριν την έναρξη της ΝΑΤΟϊκής επιχειρήσης, το Αλ Τζαζίρα και το BBC άρχισαν να μεταδίδουν ότι προκειμένου να καταστείλει την εξέγερση ο Καντάφι χρησιμοποιούσε την πολεμική αεροπορία της χώρας.
«Αυτόπτες μάρτυρες αναφέρουν ότι μαχητικά αεροσκάφη άνοιξαν πυρ σε διαδηλωτές» ανέφερε το BBC και μέσα σε λίγες μέρες οι υποστηρικτές του πολέμου είχαν ένα νέο σλόγκαν: «Ο Καντάφι βομβαρδίζει τον λαό του». Όμως, ακόμη και πριν το ΝΑΤΟ αρχίσει τους δικούς του απελευθερωτικούς βομβαρδισμούς, απουσίαζαν οι πραγματικές αποδείξεις για την εγκυρότητα της είδησης. Ακόμη και ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας, Ρόμπερτ Γκέιτς, κρύφτηκε πίσω από τις δημοσιογραφικές πληροφορίες. «Είδαμε τις αναφορές στον τύπο αλλά δεν είχαμε καμία σχετική επιβεβαίωση» παραδέχτηκε.
Ο Πάτρικ Κόκμπερν, του περιοδικού «Counterpunch», αναφέρεται σε έναν ακόμη μύθο που είχε σκοπό να εμπεδώσει την αντίληψη ότι ο Καντάφι βρισκόταν σε ολοκληρωτικό πόλεμο με τον λαό της Λιβύης. Το ρουλεμάν της παραπληροφόρησης ξεκίνησε και πάλι από το Αλ Τζαζίρα του Κατάρ και η «είδηση» υιοθετήθηκε αμέσως από τον αμερικανικό και βρετανικό Τύπο. Σύμφωνα με αυτήν, οι δυνάμεις που παρέμεναν πιστές στον Καντάφι ήταν κατά κύριο λόγο μαύροι μισθοφόροι από την υποσαχάρια Αφρική.
Για να επιβεβαιώσουν την πληροφορία, οι αντικαθεστωτικοί παρουσίασαν στα ΜΜΕ μαύρους αιχμαλώτους που υποτίθεται ότι πολεμούσαν με τις δυνάμεις του Καντάφι. Τελικά όμως, η Διεθνής Αμνηστία αποκάλυψε ότι οι «αιχμάλωτοι πολέμου» ήταν στην πραγματικότητα μετανάστες από το Μάλι, το Τσαντ και τη Δυτική Αφρική. Για μία ακόμη φορά ωστόσο, η διάψευση της είδησης πνίγηκε μέσα στον θόρυβο της ίδιας της «είδησης» και στο μεταξύ οι μαύροι μετανάστες στη Λιβύη είχαν γίνει στόχος ενός ανελέητου πογκρόμ.
Θα μπορούσε κανείς στην περίπτωση αυτή να μιλήσει για γενοκτονία, αφού, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, ο όρος χρησιμοποιείται για κάθε συστηματική δίωξη σε βάρος «μιας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας». Σύμφωνα όμως με την κυρίαρχη ρητορική, γενοκτονία μπορούσε να χαρακτηριστεί μόνο η βία του καθεστώτος Καντάφι. Στις 21 Φεβρουαρίου, μια μέρα πριν αποσκιρτίσει ο Λίβυος απεσταλμένος στον ΟΗΕ, Ιμπραχίμ Νταμπάσι, προειδοποίησε για μια επικείμενη «πραγματική γενοκτονία».
Αμέσως μετά την έναρξη των ΝΑΤΟϊκών βομβαρδισμών, ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα προσπάθησε να αποδείξει στην κοινή γνώμη της χώρας πόσο αναγκαία ήταν η επέμβαση στη Βόρεια Αφρική. Έπρεπε να αποτραπεί μια ακόμη γενοκτονία στα πρότυπα της Ρουάντα. «Αν περιμέναμε μία ακόμη ημέρα, η Βεγγάζη θα γινόταν ο τόπος μιας σφαγής που θα αντηχούσε σε ολόκληρη την περιοχή και θα κηλίδωνε τη συνείδηση του κόσμου» τόνισε.
Σταθερός πολέμιος εδώ και χρόνια των «ανθρωπιστικών επεμβάσεων», ο Αμερικανός πανεπιστημιακός και συγγραφέας Άλαν Κούπερμαν επιχειρηματολόγησε κατά της συγκεκριμένης απόφασης στην «Boston Globe». Επικαλούμενος στοιχεία της Human Rights Watch, υποστήριξε ότι οι δυνάμεις του Καντάφι πολεμούσαν τους αντάρτες και δεν έσφαζαν αδιακρίτως αμάχους. Στην πολύπαθη Μισράτα των 400.000 κατοίκων, τα θύματα δεν ξεπερνούσαν τα 257. Και μόλις το 3% των τραυματιών ήταν γυναίκες.
«Η επέμβαση δεν απέτρεψε τη γενοκτονία, καθώς καμία παρόμοια αιματοχυσία δεν βρισκόταν σε εξέλιξη. Αντιθέτως, με το να ενθαρρύνει την εξέγερση, η αμερικανική επέμβαση παρέτεινε τον εμφύλιο πόλεμο και τα δεινά των αθώων» σημείωσε προσθέτοντας πως η μεγαλύτερη απόδειξη ότι ο Καντάφι δεν σχεδίαζε «γενοκτονία» στη Βεγγάζη είναι το γεγονός ότι οι δυνάμεις του δεν έκαναν κάτι παρόμοιο στις υπόλοιπες πόλεις που είχαν ανακαταλάβει από τους αντάρτες.
Όμως το άρθρο του το διάβασαν μερικές χιλιάδες όταν η «είδηση» για το συσσίτιο με βιάγκρα μεταδόθηκε σε εκατομμύρια. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω, επομένως καθώς τα επιχειρήματα, οι αποδείξεις και τελικά η ίδια η αλήθεια χάνουν συστηματικά τη μάχη όταν αναμετριούνται με τον βομβαρδισμό της παραπληροφόρησης. Και έπειτα αρχίζουν να πέφτουν οι πραγματικές βόμβες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.